βρέξιμο

βρέξιμο
το [βρέχω]
1. η βροχή
2. το κατάβρεγμα ή ράντισμα κάποιου (πράγματος) με νερό ή άλλο υγρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρέξιμο — το το ράντισμα με νερό, το κατάβρεγμα: Για να μαλακώσουν τα παξιμάδια θέλουν βρέξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… …   Dictionary of Greek

  • βρέξη — η (Α βρέξις) [βρέχω] βρέξιμο, ύγρανση …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • δεύσις — ( εως), η [δεύω (Ι)] 1. η άρδευση, η ύγρανση, το βρέξιμο 2. η βαφή με ανεξίτηλα χρώματα …   Dictionary of Greek

  • επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή …   Dictionary of Greek

  • επίβρεξη — η 1. το βρέξιμο τής εξωτερικής επιφάνειας 2. ο τρόπος γονιμοποίησης τού ωαρίου με εξαπόλυση τού σπέρματος επάνω του, έξω από το μητρικό σώμα (όπως συμβαίνει σε ορισμένα είδη ψαριών) …   Dictionary of Greek

  • επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”